- σμαραγῶ
- σμαράσσωaor subj pass 1st sg (attic epic doric)σμαραγέωcrashpres subj act 1st sg (attic epic doric)σμαραγέωcrashpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμαραγώ — έω, Α ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ ἀπ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ.… … Dictionary of Greek
σμαράσσω — Α σμαραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σμαραγῶ, πιθ. κατά το πατάσσω] … Dictionary of Greek
σμαραγίζω — Α σμαραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σμαραγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
Σμάραγος — ὁ Α ονομασία ενός δαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ*] … Dictionary of Greek
αλισμάραγος — ἁλισμάραγος, ον (Α) βροντερός σαν θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + σμάραγος < σμαραγῶ ( έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»] … Dictionary of Greek
ασμάραγος — ἀσμάραγος, ον (Α) ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ασφαραγώ — ἀσφαραγῶ ( έω) (Α) (για οπλισμένους άνδρες) προκαλώ μεταλλικό ήχο με τα όπλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασφαραγώ < α (προθεματικό) + *σφαραγώ, με παρετυμολογική επίδραση του ρ. σμαραγώ «ηχώ, κροτώ, θορυβώ»] … Dictionary of Greek
βαρυσμάραγος — βαρυσμάραγος, ον (Α) ο βαρύκτυπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σμάραγος < σμαραγώ ( έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»] … Dictionary of Greek
επισμαραγώ — ἐπισμαραγῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο, αντηχώ 2. ψάλλω δυνατά («νέον ὕμνον ἐπεσμαράγησαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμαραγώ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek